- γλωσσομάθεια
- ητο να γνωρίζει κανείς πολλές γλώσσες: Τον θαυμάζω για τη γλωσσομάθειά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλωσσομάθεια — η η γνώση ξένων γλωσσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσομαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Γρ. Γ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
γλωσσολαλία — η (AM γλωσσολαλία) το να μιλάει κανείς πολλές γλώσσες, η γλωσσομάθεια (αρχ. μσν.) το χάρισμα με θεϊκή επιφοίτηση να μιλά κανείς ξένες γλώσσες χωρίς να τίς έχει διδαχθεί … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
Αριστάρχης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας Φαναριωτών, από τα μέλη της οποίας τα περισσότερα διακρίθηκαν ως ανώτατοι αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, των παραδουνάβιων ηγεμονιών και του οικουμενικού πατριαρχείου. Ειδικότερα, ο Σταυράκης Α. (1770 1822) … Dictionary of Greek
Γεράσιμος — I (Τρίκαλα, Κορινθία 1509 – Κεφαλονιά 1579). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, πολιούχος της Κεφαλονιάς. Καταγόταν από την παλιά βυζαντινή οικογένεια των Νοταράδων. Πολύ νέος ακόμα πήγε στη Ζάκυνθο, για να συμπληρώσει ίσως τις σπουδές του.… … Dictionary of Greek
Δαμαλάς, Αριστείδης — (Πειραιάς 1855 – Παρίσι 1889). Ηθοποιός του θεάτρου, που διακρίθηκε κυρίως στη Γαλλία. Μετά τις στοιχειώδεις σπουδές του στον Πειραιά ταξίδεψε στην Αγγλία και στη Γαλλία για να μάθει τις αντίστοιχες γλώσσες. Έπειτα από τετράχρονη διαμονή στο… … Dictionary of Greek
Δασκαλογιάννης, Ιωάννης — (Aνώπολις, Σφακιά 1722 – Ηράκλειο 1771). Αρχηγός και ήρωας της Κρητικής επανάστασης του 1770. Καταγόταν από την παλιά οικογένεια των Βλάχων, η οποία έγινε πλούσια από ναυτικές επιχειρήσεις. Ο Δ. μορφώθηκε στο εξωτερικό, ταξίδεψε επικεφαλής του… … Dictionary of Greek
Επιφάνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (315; – 401). Φημιζόταν για τη γλωσσομάθεια και την ευρυμάθειά του καθώς και για τις επισκέψεις του σε πολλούς ξένους τόπους. Σε νεαρή ηλικία ασκήτεψε στην Αίγυπτο. Μετά… … Dictionary of Greek
Κύριλλος και Μεθόδιος — (9ος αι. μ.Χ.). Αδελφοί κληρικοί, λόγιοι και ιεραπόστολοι από τη Θεσσαλονίκη, άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, «απόστολοι των Σλάβων». Ήταν γιοι του βυζαντινού στρατιωτικού Λέοντα. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Mεθόδιος (Θεσσαλονίκη 827 – Ρώμη… … Dictionary of Greek
Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… … Dictionary of Greek